- μαψυλάκας
- μαψυλάκας1 chatterer ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος” (μαψυλάκαις coni. J. G. Schneider: cf. Fränkel, Nom. Ag., 2. 95.) N. 7.105
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μαψυλάκας — μαψυλάκας, ὁ, θηλ. μαψυλάκα (Α) 1. (για σκύλους) αυτός που γαβγίζει μάταια 2. (για ανθρώπους) αυτός που επαναλαμβάνει συνεχώς το ίδιο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + ὑλακή (< ὑλῶ «γαβγίζω»), σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
μαψυλάκας — μαψυλάκᾱς , μαψυλάκας idly barking masc acc pl μαψυλάκᾱς , μαψυλάκας idly barking masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαψυλάκαν — μαψυλάκᾱν , μαψυλάκας idly barking masc acc sg (epic doric aeolic) μαψυλάκας idly barking masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)